- αποσιωπητικά
- ταAuslassungspunkte pl
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αποσιωπητικός — ή, ό 1. αυτός που αποσιωπά κάτι ή που χρησιμεύει για την αποσιώπηση 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τὰ ἀποσιωπητικά τρεις στιγμές (...) που τίθενται μετά από κάποια λέξη του γραπτού λόγου για να δηλώσουν την παράλειψη λέξεων ή φράσεων που εύκολα μπορούν… … Dictionary of Greek
αποσιωπητικός — ή, ό αυτός που είναι χρήσιμος στην αποσιώπηση· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αποσιωπητικά (...), τρεις τελείες που φανερώνουν αποσιώπηση ή διακοπή στο γραπτό λόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)